δούλι'

δούλι'
δούλια , δούλιος
slavish
neut nom/voc/acc pl
δούλιε , δούλιος
slavish
masc voc sg
δούλιαι , δούλιος
slavish
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Δούλι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 198 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στα κεντρικά του νομού, 29 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Βαρβάρας …   Dictionary of Greek

  • ημεροδούλι — το το μεροδούλι, αμοιβή για την εργασία μιας ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + δούλι (< δουλειά), πρβλ. ξενο δούλι] …   Dictionary of Greek

  • μεροδούλι — το 1. ημερήσια εργασία 2. η αμοιβή για την ημερήσια εργασία, μεροκάματο, ημερομίσθιο 3.φρ. «μεροδούλι μεροφάι» λέγεται για μικρή αμοιβή καθημερινού μόχθου, η οποία μόλις επαρκεί για τις ανάγκες μιας ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρα + δούλι (<… …   Dictionary of Greek

  • περιτρέπω — ΝΜΑ νεοελλ. μέσ. περιτρέπομαι (για πλοίο) ανατρέπομαι λόγω μετατόπισης τού κέντρου βάρους και η τρόπιδα, η καρίνα, έρχεται προς τα πάνω μσν. (για δέρμα) ζαρώνω, σχηματίζω ρυτίδες μσν. αρχ. 1. ανατρέπω, αναποδογυρίζω 2. διαστρέφω, διαστρεβλώνω 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”